Η… KΓb της Κίνας βγάζει στη σέντρα πιθανούς στόχους ξένων υπηρεσιών πληροφοριών – Ιστορίες που θυμίζουν κατασκοπευτικά θρίλερ Ψυχρού Πολέμου

Μέσα από ανακοινώσεις, εκστρατείες στο διαδίκτυο και ακόμα και γραμμές επικοινωνίας με τους πολίτες, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας έχει εγκαταλείψει τη σκιά για να διαμορφώσει ανοιχτά τη δημόσια αφήγηση σχετικά με την ξένη επιρροή, την παρακολούθηση και την υπονόμευση.

Αυτή η ασυνήθιστα δημόσια εκστρατεία έχει ενταθεί τον τελευταίο χρόνο, κορυφούμενη σε μια καταιγίδα αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα, δημόσιων ειδοποιήσεων και τηλεοπτικών ρεπορτάζ που καλούν τους Κινέζους πολίτες να είναι σε επαγρύπνηση για ξένους κατασκόπους.

Φοιτητές, επιστήμονες, επιχειρηματίες και ακόμη και ιδιοκτήτες εστιατορίων έχουν παρουσιαστεί ως πιθανοί στόχοι ξένων υπηρεσιών πληροφοριών.

Το μήνυμα είναι δραματικό, θεατρικό — και, κατά τους επικριτές, βαθιά πολιτικοποιημένο.

Μια υπηρεσία ασφαλείας που ήταν κάποτε γνωστή μόνο σε μυημένους και αναλυτές πολιτικής, τώρα εισβάλλει στον καθημερινό δημόσιο λόγο.

Αυτή η στροφή σηματοδοτεί μια νέα εποχή κρατικής προπαγάνδας, όπου η εθνική ασφάλεια δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πολιτικής, αλλά μια καθημερινή ενασχόληση — ένα κοινό εθνικό βάρος.


Το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας στο φως της δημοσιότητας

Για δεκαετίες, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας ήταν ίσως ο λιγότερο κατανοητός βραχίονας της κινεζικής κυβέρνησης.

Σε αντίθεση με τη Δεύτερη Διεύθυνση του στρατού ή την πολιτική αστυνομία του Υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας λειτουργούσε αθόρυβα, σχεδόν ποτέ δεν αναφερόταν στα επίσημα μέσα ενημέρωσης.

Ιδρύθηκε το 1983, μερικώς κατά το πρότυπο της σοβιετικής KGB, και είναι υπεύθυνο για την εσωτερική παρακολούθηση, την αντικατασκοπεία και την διεθνή κατασκοπεία.

Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας εγκαινίασε μια νέα στρατηγική: την έξοδο στη δημόσια σφαίρα.

Το κανάλι του στο WeChat, που δημιουργήθηκε στα μέσα του 2023, έχει συγκεντρώσει εκατομμύρια ακολούθους και φιλοξενεί ιστορίες που κυμαίνονται από αποτροπές απόπειρας κατασκοπείας μέχρι πατριωτικές εκκλήσεις για καταγγελία ύποπτης συμπεριφοράς.

Κάποιες δημοσιεύσεις θυμίζουν κατασκοπικά θρίλερ εποχής Ψυχρού Πολέμου· άλλες μοιάζουν με ηθικά παραμύθια, όπου οι άγρυπνοι πολίτες καταφέρνουν να ξεγελάσουν πανούργους Δυτικούς πράκτορες.

Τα σλόγκαν του υπουργείου — «Όλοι είναι υπεύθυνοι για την εθνική ασφάλεια» και «Καταγγείλτε ύποπτους αλλοδαπούς» — έχουν αναρτηθεί σε δημόσια κτίρια, σταθμούς μετρό και πανεπιστημιουπόλεις.

Σε μία από τις πιο διαδεδομένες εκστρατείες, το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας κατήγγειλε ότι μια ξένη ΜΚΟ προσπάθησε να αποσπάσει δορυφορικές εικόνες από Κινέζο μεταπτυχιακό φοιτητή μέσω «ακαδημαϊκής συνεργασίας».

Η εκστρατεία αυτή συμπίπτει με ένα νέο κύμα νόμων που επεκτείνουν τον νομικό ορισμό της κατασκοπείας, αυξάνοντας δραματικά τους κινδύνους για ξένες επιχειρήσεις, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους που δραστηριοποιούνται στην Κίνα.

Ακόμη και τυπικές δραστηριότητες — όπως η ανταλλαγή δεδομένων, οι συνεντεύξεις ή οι ακαδημαϊκές συνεργασίες — μπορούν πλέον να θεωρηθούν ως κατασκοπευτική δράση υπό τους νέους νόμους περί εθνικής ασφάλειας.


Εκστρατεία ή προπαγάνδα;

Αν και το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας παρουσιάζει αυτή την πρωτοβουλία ως αναγκαία για την εθνική ασφάλεια, οι επικριτές — εντός και εκτός Κίνας — υποστηρίζουν πως εξυπηρετεί έναν βαθύτερο πολιτικό σκοπό.

Κατά την άποψή τους, δεν πρόκειται για αντιμετώπιση πραγματικών απειλών, αλλά για κατασκευή μιας κουλτούρας καχυποψίας που ενισχύει την πίστη στο Κόμμα και αποθαρρύνει την επαφή με το εξωτερικό.

Με το να δραματοποιεί τις ξένες απειλές και να παρουσιάζει τους απλούς πολίτες ως την πρώτη γραμμή άμυνας, το Κόμμα επανεπιβεβαιώνει τη νομιμότητά του και δένει ακόμα περισσότερο την εθνική ταυτότητα με την κρατική ασφάλεια.

Το μήνυμα αυτό βρίσκει απήχηση στη σημερινή Κίνα, όπου ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει κάνει την «ολιστική εθνική ασφάλεια» θεμέλιο της διακυβέρνησής του.

Οι παρατηρητές επισημαίνουν και τη χρονική συγκυρία.

Η Κίνα αντιμετωπίζει αυξανόμενη διπλωματική πίεση διεθνώς και οικονομική στασιμότητα στο εσωτερικό. Οι ξένες επενδύσεις μειώνονται. Οι ακαδημαϊκές και πολιτιστικές ανταλλαγές έχουν περιοριστεί.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η δημόσια έκθεση του MSS δεν είναι απλώς μέτρο ασφαλείας — είναι πολιτικό μήνυμα.

Σε μια εποχή όπου η δημόσια εμπιστοσύνη πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά, η κρατική ασφάλεια γίνεται εργαλείο όχι μόνο ελέγχου, αλλά και συναίνεσης. Όσο πιο ορατή παρουσιάζεται η απειλή, τόσο πιο αναγκαίο φαίνεται το κράτος.

Διαβάστε επίσης:  Μέλισσες cyborg! Το νέο κατασκοπευτικό εργαλείο της Κίνας μετά τα κουνούπια-drones

Επιπτώσεις στην κοινωνία και τις επιχειρήσεις

Οι ευρύτερες συνέπειες της εκστρατείας του MSS είναι βαθιές.

Ξένοι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί στην Κίνα αντιμετωπίζουν πλέον ένα ακόμη πιο δύσβατο περιβάλλον.

Οι πανεπιστημιακοί αποφεύγουν όλο και περισσότερο την έρευνα που μπορεί να θεωρηθεί «ευαίσθητη». Η επιτόπια εργασία, οι συνεντεύξεις ή η συλλογή δεδομένων ενδέχεται να παρερμηνευτούν ως κατασκοπευτικές ενέργειες.

Πολυεθνικές εταιρείες επανεξετάζουν την παρουσία τους.

Αρκετά στελέχη έχουν τεθεί υπό κράτηση ή ανακρίθηκαν για παραβιάσεις σχετικές με δεδομένα, ενώ ο νέος νόμος περί κατασκοπείας έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στην ξένη επιχειρηματική κοινότητα.

Τα Αμερικανικά και Ευρωπαϊκά Εμπορικά Επιμελητήρια έχουν εκδώσει πολλαπλές προειδοποιήσεις προς τα μέλη τους, ζητώντας ακραία προσοχή στην επεξεργασία δεδομένων ή ακόμα και σε απλές συναντήσεις με Κινέζους αξιωματούχους.

Ένα κλίμα φόβου διαπερνά πλέον και την κινεζική κοινωνία.

Κινέζοι ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι ανησυχούν ότι οποιαδήποτε επαφή με ξένους — μια κλήση μέσω Zoom, ένα συνυπογεγραμμένο άρθρο, ένα συνέδριο στο εξωτερικό — μπορεί να προσελκύσει την προσοχή των αρχών ασφαλείας.

Ακόμα και η φήμη ότι κάποιος έχει τραβήξει το «ενδιαφέρον του MSS» αρκεί για να καταστραφεί η καριέρα του ή να απομονωθεί κοινωνικά.

Ειρωνικά, η ίδια εξωστρέφεια που επέτρεψε στην Κίνα να εξελιχθεί σε οικονομικό και ακαδημαϊκό κόμβο, τώρα υπονομεύεται από ένα δόγμα ασφάλειας που αντιμετωπίζει κάθε επαφή με καχυποψία.


Μια κουλτούρα καχυποψίας

Πάνω απ’ όλα, αυτό που καλλιεργεί η εκστρατεία του MSS είναι ένα διαρκές αίσθημα δυσπιστίας.

Οι φοιτητές ενθαρρύνονται να παρακολουθούν τους συμφοιτητές τους. Οι επιστήμονες καλούνται να αποφεύγουν τη διάδοση της έρευνάς τους. Οι απλοί πολίτες προτρέπονται να καταγγέλλουν «ασυνήθιστη συμπεριφορά» ξένων ή ακόμη και συμπατριωτών τους.

Αυτή η κουλτούρα θυμίζει τις πολιτικές εκστρατείες του παρελθόντος — το Κίνημα κατά των Δεξιών της δεκαετίας του ’50, την Πολιτιστική Επανάσταση ή την καταστολή μετά την Τιενανμέν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 — όταν η ιδεολογική πειθαρχία επιβαλλόταν όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από την ίδια την κοινωνία.

Όμως η τρέχουσα εκδοχή είναι πιο υπόγεια. Αντί για οργισμένες δηλώσεις και μαζικές συγκεντρώσεις, εφαρμόζεται μέσω επίσημων δελτίων τύπου, αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τηλεοπτικών αναπαραστάσεων.

Είναι μια ψηφιακή, «καθαρή» μορφή ιδεολογικής κινητοποίησης — ο σύγχρονος αυταρχισμός με ένα λαμπερό περιτύλιγμα.

Το κοινωνικό κόστος είναι σημαντικό. Οι ακαδημαϊκές συνεργασίες φθίνουν. Οι διαπολιτισμικές φιλίες δοκιμάζονται.

Ακόμη και η εσωτερική αλληλεγγύη διαβρώνεται, καθώς οι άνθρωποι αρχίζουν να υποπτεύονται τους γείτονες, τους φίλους και τους συναδέλφους τους.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η εμπιστοσύνη γίνεται το πρώτο θύμα της προσπάθειας του κράτους να «ασφαλίσει» τα πάντα — από τα λογιστικά φύλλα μέχρι την επιστημονική γνώση.


Μια στρατηγική στροφή με παγκόσμιες συνέπειες

Οι επιπτώσεις αυτής της δημόσιας στρατηγικής ασφάλειας δεν περιορίζονται στο εσωτερικό της Κίνας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, υποδηλώνουν μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το Πεκίνο διαχειρίζεται την εξωτερική του εικόνα.

Αντί να αποκρύπτει ή να υποβαθμίζει το κατασκοπευτικό του δίκτυο, το κινεζικό κράτος πλέον το επιδεικνύει ανοιχτά — ως ένδειξη επαγρύπνησης, ισχύος και κυριαρχίας.

Αυτή η στροφή αντανακλά τις ευρύτερες γεωπολιτικές μετατοπίσεις.

Σε έναν κόσμο που καθορίζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, η Κίνα δεν αρκείται πια στο να αμύνεται σιωπηλά.

Επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει την παγκόσμια αφήγηση για την εθνική ασφάλεια — μία αφήγηση στην οποία κάθε πολίτης πρέπει να είναι σε επιφυλακή, κάθε ξένος είναι πιθανός κατάσκοπος, και το Κόμμα ο απόλυτος εγγυητής της ειρήνης.

Αν αυτή η προσέγγιση θα ενισχύσει την εσωτερική συνοχή ή θα αποτρέψει την ξένη ανάμιξη μένει να φανεί. Ένα όμως είναι βέβαιο: το πέπλο έχει σηκωθεί.

Το MSS, από σκιώδης μηχανισμός, έχει γίνει δημόσιο θέαμα — σύμβολο ενός κράτους που πλέον δεν βλέπει την κατασκοπεία ως μυστική απειλή, αλλά ως παράσταση που πρέπει να προβληθεί, να δραματοποιηθεί και να αξιοποιηθεί πολιτικά.